πολλαπλήσιος

Revision as of 08:32, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.

German (Pape)

[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολλαπλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος.

Greek Monotonic

πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ιων. αντί πολλαπλάσιος.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλήσιος: ион. = πολλαπλάσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαπλήσιος Ion. voor πολλαπλάσιος.

Middle Liddell

πολλαπλήσιος, η, ον [ionic for πολλαπλάσιος.]