σεῦα

Revision as of 08:52, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. σεύω.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σεῦα: σεῦμα, ἴδε ἐν λ. σεύω, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monotonic

σεῦα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω· -σεῦται αντί σεύεται.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεῦα ep. aor. van σεύω.

Russian (Dvoretsky)

σεῦα: эп. (= ἔσσευα) aor. к σεύω.