τίλφη
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1114] ἡ, = σίλφη, auch τίφη geschrieben, s. Lob. Phryn. 300.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σίλφη.
Greek (Liddell-Scott)
τίλφη: ἡ, = σίλφη, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17· φέρεται δὲ καὶ τίφη, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 300.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σίλφη.
Russian (Dvoretsky)
τίλφη: ἡ Luc. = σίλφη.
Frisk Etymology German
τίλφη: {tílphē}
See also: s. σίλφη.
Page 2,901