τριγωνίστρια

Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.

Greek Monolingual

ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίστρια:играющая на тригоне, арфистка Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.