φιλοπλουτία

Revision as of 10:31, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, love of riches, Hierocl.p.55 A., Plu.Lyc.30, Crass.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1283] ἡ, Liebe zum Reichthum, Streben danach, Plut. Lyc. 30 u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour des richesses.
Étymologie: φιλόπλουτος.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπλουτία: ἡ, ἡ ἀγάπη τοῦ πλούτου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30, Κράσσ. 2, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλόπλουτος
η αγάπη για τον πλούτο («ὅσα τοῖς ἐρῶσι χρημάτων ὑπὸ τῆς φιλοπλουτίας ἐπιφύεται δεινά», Ιωάνν. Χρυσ.).

Greek Monotonic

φῐλοπλουτία: ἡ, αγάπη για τον πλούτο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπλουτία:любовь к богатству Plut.

Middle Liddell

φῐλοπλουτία, ἡ,
love of riches, Plut. [from φῐλόπλουτος]