φιλάεθλος

Revision as of 10:33, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for φίλαθλος, AP12.143, IG7.2244 (Thisbe).

German (Pape)

[Seite 1274] ion. u. ep. = φίλαθλος, Ἑρμῆς Ep. ad. 27 (XII, 143).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les luttes.
Étymologie: φίλος, ἄεθλος.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάεθλος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φίλαθλος, Ἀνθ. Π. 12. 143, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 895.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φίλαθλος.

Greek Monotonic

φῐλάεθλος: -ον, αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάεθλος: Anth. = φίλαθλος.

Middle Liddell

φῐλ-άεθλος, ον,
fond of the games, Anth.