ἀγλαέθειρος
English (LSJ)
ον, bright-haired, h.Pan.5.
Spanish (DGE)
-ον
de espléndida cabellera Πᾶν' ... θεὸν ἀγλαέθειρον h.Pan.5.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la brillante chevelure.
Étymologie: ἀγλαός, ἔθειρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαέθειρος: -ον, ὁ ἔχων στιλπνὴν τρίχα, κόμην, χρυσομάλλης, Ὕμ. Ὁμ. 18. 5.
Greek Monotonic
ἀγλαέθειρος: -ον (ἔθειρα), ξανθόμαλλος, χρυσομάλλης, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαέθειρος: с блистающими кудрями (θεός HH).