ἀνέρπω

Revision as of 12:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

creep upwards, E.Ph.1178: aor. ἀνείρπῠσα Ar.Pax585, Luc.Nec.22, etc.; ofivy, E.Fr.88; spring up, of water, Call.Ap.110; ἀ. πρὸς τὸ μετεωρότερον Arist.PA688a10; ἐστὰς ῥῖνας Hp.Vict.3.76.

Spanish (DGE)

1 intr. subir una escala E.Ph.1178
trepar de los cuadrúpedos polidáctilos, Arist.PA 688a10, de la yedra, E.Fr.88
brotar del agua, Call.Ap.111
subir ἐς τὰς ῥῖνας ἀνέρπει τὸ ὀξὺ Hp.Vict.3.76.
2 tr. escalar τείχεα Arat.958, cf. Polyaen.4.3.29.

German (Pape)

[Seite 226] nur praes., dasselbe, Eur. Phoen. 1185.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
monter en rampant.
Étymologie: ἀνά, ἕρπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρπω: ἕρπω πρὸς τὰ ἄνω, ἕρπων ἀναβαίνω, Εὐρ. Φοίν. 1178· ἀόρ. ἀνείρπῠσα) πρβλ. ἕρπω, ἕλκω), Ἀριστοφ. Εἰρ. 586, Λουκ. Νεκυομ. 22. κτλ.· ἐπὶ κισσοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 89: ἐπὶ ὕδατος, ἀναβλύζω, Καλλ. Ἀπ. 110· ἀν. πρὸς τὸ μετεωρότερον, βαθμηδὸν ἀνυψοῦμαι εἰς..., Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 31.

Greek Monolingual

ἀνέρπω (Α)
1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω
2. ξεπηδώ, αναβλύζω.

Greek Monotonic

ἀνέρπω: με αόρ. αʹ ἀνείρπῠσα, έρπω προς τα πάνω, ανεβαίνω έρποντας σε Αριστοφ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέρπω: ползти вверх, взбираться (κισσὸς ἀνεῖρπε Eur.; πρὸς τὸ μετεωρότερον Arst.).

Middle Liddell

to creep up or upwards, Ar., Luc.