v. trans.
P. and V. θωπεύειν, ὑπέρχεσθαι, ὑποτρέχειν, Ar. and P. ὑποπίπτειν, κολακεύειν, V. σαίνειν, προσσαίνειν, θώπτειν, Ar. and V. αἰκάλλειν, Ar. ὑποθωπεύειν. Flatter excessively: P. ὑπερκολακεύειν (acc.).