ἀποκαραδοκέω
English (LSJ)
expect earnestly, c. acc., Plb.16.2.8, al., Aq.Ps. 36(37).7, J.BJ3.7.26.
Spanish (DGE)
hacer frente, esperar τὸν κίνδυνον Plb.16.2.8, τὴν Ἀντιόχου παρουσίαν Plb.18.48.4, τὴν ὁρμὴν τῶν βελῶν I.BI 3.264, αὐτόν (sc. τὸν κύριον) Aq.Ps.36.7, τὸ μέλλον Sostrat.4, Plu.2.310e.
German (Pape)
[Seite 305] ab-, erwarten, Pol. κίνδυνον, παρουσίαν, 16, 2. 18, 31.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰρᾱδοκέω: περιμένω μετὰ πόθου, μετ’ αἰτ., Πολύβ. 16. 2, 8, Ἀκύλ. Ψαλμ. λϚ΄, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰρᾱδοκέω: напряженно ожидать (κίνδυνον Polyb.; τὸ μέλλον Plut.).