ἀφαγνίζω

Revision as of 13:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

fut. A -ιῶ LXX Le.14.52: aor. -ήγνισα Paus.2.31.8, LXX Le.14.49:—Med., fut. -ιοῦμαι Hp. Morb.Sacr.I: aor. -ηγνισάμην E.Alc.1146:—Pass., fut. -αγνισθήσομαι LXX Nu.19.19: aor. -ηγνίσθην ib.19.12:—purify, consecrate, χθόνα E. in Gött.Nachr.1922.9, Paus.2.31.8; πυρκαϊὴν χρὴ ἀφαγνίσαι . . οἴνῳ Epigr.Gr.1034.28 (Thrace):—Med., τοῖς νερτέροις θεοῖς E. Alc.1146, cf. Hsch., Suid. II ἀφαγνίσας· ἀποδύσας, συλήσας, Hsch.

Spanish (DGE)

I tr. en v. act. y med.
1 hacer un rito de purificación, purificar, expurgar c. ac. int. τὰ πάντ' ἀφαγνίσαι realizar todos los ritos fúnebres, S.Am.196, c. ac. obj. ext. χθόνα E.Fr.16.11Sn.A., τὴν οἰκίαν LXX Le.14.49, 52, τὸ μίασμα Agath.2.7.2, a Orestes, Paus.2.31.8, a Afrodita, Aristid.Quint.89.3, en v. pas. οὗτος (ὁ ἀκάθαρτος) ἁγνισθήσεται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ LXX Nu.19.12, cf. 19
en v. med. purificarse de τοῦτο (μῦσος) ἀφαγνιούμενοι Hp.Morb.Sacr.1.46.
2 profanar ἀφαγνίσας· ἀποδύσας, ἢ συλήσας Hsch., cf. Sud.
en v. med. desacralizar, hacer profano lo que estaba consagrado τὰς χεῖρας Gr.Naz.M.35.576B.
II intr. en v. med. consagrarse c. dat. πρὶν ἂν τοῖσι νερτέροις ἀφαγνίσηται antes de que se consagre a los dioses infernales E.Alc.1146, ἀφαγνίσασθαι ... κυρίῳ LXX Nu.6.2, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 406] dasselbe, weihen, B. A. p. 26. Im med., sich reinigen, für sich ein Sühnopfer darbringen, θεοῖς νερτέροις Eur. Alc. 1151.

French (Bailly abrégé)

écarter par une purification ; offrir un sacrifice pour purifier ; consacrer;
Moy. ἀφαγνίζομαι (f. ἀφαγνιοῦμαι, ao. ἀφηγνισάμην) offrir un sacrifice d'expiation à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁγνίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαγνίζω: μέλλ. -ῐῶ. Ἑβδ.: ἀόρ. -ἡγνῐσα Παυσ., Ἑβδ.: ― Μέσ., μέλλ. -ιοῦμαι Ἱππ. 303. 39· ἀόρ. -ηγνισάμην Εὐρ.: ― Παθ. μέλλ. -αγνισθήσομαι: ἀόρ. -ηγνίσθην Ἑβδ. (Ἀριθ. ιθ΄, 12. 19). Ἐξαγνίζω, καθαγνίζω, ἀφιερώνω, Παυσ. 2. 31, 8· πυρκαϊὴν χρὴ αφαγνίσαι… οἴνῳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 28: ― Μέσ., πρὶν ἄν θεοῖσι νερτέροις ἀφαγνίσηται Εὐρ. Ἄλκ, 1146 (ἴδε προηγ.), πρβλ. Ἡσύχ., Σουΐδ., Α. Β. 26. Ρημ. ἐπίθ. -ιστέον, δεῖ ἀφαγνίζειν, πᾶν οὖν εἴ τι ῥυπαρὸν… ἀφαγνιστέον τοῦ γάμου Κλήμ. Ἀλ. 506.

Greek Monotonic

ἀφαγνίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ — Μέσ. αόρ. αʹ -ηγνισάμην· εξαγνίζω — Μέσ., εξαγνίζω κάποιον με προσφορές, τοῖς θεοῖς, στους θεούς, σε Ευρ.

Middle Liddell


to purify:— Mid. to purify oneself by offerings, τοῖς θεοῖς to the gods, Eur.