ἀφόρυκτος

Revision as of 14:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, unspotted, unstained, AP9.323 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ον
impoluto, sin mácula, δούρατα AP 9.323.1 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non souillé.
Étymologie: , φορύσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόρυκτος: -ον, ἀκηλίδωτος, καθαρός, Ἀνθ. Π. 9. 323.

Greek Monotonic

ἀφόρυκτος: -ον (φορύσσω), ακηλίδωτος, μη λεκιασμένος, καθαρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφόρυκτος: ничем не запятнанный (δούρατα Anth.).

Middle Liddell

φορύσσω
unspotted, unstained, Anth.