Dor. for Ἀΐδης, Ἅιδης, freq. in lyr. passages of Trag.
v. ᾍδης.
gén. Ἀΐδα;dor. trag. et lyr. c. ᾍδης.
Ἀΐδας: Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἀΐδής, Ἅιδης, συχν. ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.
Ἀΐδας: Δωρ. αντί Ἀΐδης, Ἅιδης, συχνά απαντά στα λυρικά χωρία των Τραγ.
Ἀΐδᾱς: (ᾱῐ) ὁ дор. = Ἃιδης.