gap
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. τὸ διάκενον, διάλειμμα, τό. Breach in a wall: P. τὸ διῃρημένον. Leave a gap, v.: Ar. and P. διαλείπειν.
subs.
P. τὸ διάκενον, διάλειμμα, τό. Breach in a wall: P. τὸ διῃρημένον. Leave a gap, v.: Ar. and P. διαλείπειν.