v. ἐμπολάω 1.1.
3ᵉ pl. épq. impf. Moy. de ἐμπολάω.
ἐμπολόωντο: ἴδε ἐμπολάω 2.
ἐμπολόωντο: Επικ. αντί -ῶντο, γʹ πληθ. Μέσ. ενεστ. του ἐμπολάω.
ἐμπολόωντο: эп. 3 л. pl. impf. med. к ἐμπολάω.