ἐχόντως

Revision as of 15:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Adv. pres. part. of ἔχω, in phrase ἐ. νοῦν, = νουνεχόντως (q.v.), Pl.Lg.686e; ἐχόντως ἑαυτὸν τὸν νοῦν Id.Phlb.64a.

German (Pape)

[Seite 1126] adv. zu ἔχων, nur ἐχόντως νοῦν, = νουνεχόντως, Plat. Legg. III, 686 e, wonach Phil. 64 a gesagt ist ἐμφρόνως καὶ ἐχόντως ἑαυτὸι τὸν νοῦν φήσομεν ἀποκρίνασθαι, verständiger Weise.

French (Bailly abrégé)

seul. dans la locut. ἐχόντως νοῦν HDT c. νουνεχόντως.
Étymologie: ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: ἐχόντως νοῦν, νουνεχόντως, Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α.

Greek Monolingual

ἐχόντως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) φρ. «ἐχόντως νοῦν» — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος του έχω].

Russian (Dvoretsky)

ἐχόντως: имея, обладая: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково.