Ep. aor. 1 Act. of σεύω.
ao. épq. de σεύω.
ἔσσευα: Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ σεύω.
ἔσσευα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω.
ἔσσευα: эп. aor. к σεύω.