v. ἀλφάνω.
v. ἀλφάω.
ἦλφον: ἴδε ἐν λ. ἀλφαίνω.
see ἀλφάνω.
ἦλφον: αόρ. βʹ του ἀλφαίνω.
ἦλφον: aor. 2 к ἀλφάνω.