v. ὑπόρνυμι.
3ᵉ sg. ao. épq. de ὑπόρνυμι.
ὑπώρορε: ἴδε ἐν λ. ὑπόρνυμι.
see ὑπόρνῦμι.
ὑπώρορε: γʹ ενικ. παρακ., αμτβ. του ὑπ-όρνυμι.
ὑπώρορε: эп. 3 л. sing. aor. к ὑπόρνυμι.