v. ὁράω.
3ᵉ sg. pf. Pass. de ὁράω.
ὦπται: ἴδε ἐν λ. ὁράω.
ὦπται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του ὁράω.
ὦπται: 3 л. sing. pf. pass. к ὁράω.