ποίκιλσις

Revision as of 21:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren.

Russian (Dvoretsky)

ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.

Greek Monotonic

ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.

Middle Liddell

ποίκιλσις, εως, ποικίλλω = ποικιλία, Plat.]