σκαπανεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, digger, Lyc.652, Phld.Rh.1.189 S., Str.2.5.1, 3.4.4, Luc. Tim.7, Vit.Auct.7.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαπανεύς -έως, ὁ [σκαπάνη] graver, spitter.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰπᾰνεύς: έως ὁ Luc. = σκαφεύς.
Greek Monotonic
σκᾰπανεύς: -έως, ὁ, = σκαφεύς, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰπᾰνεύς: έως, ὁ, = σκαφεύς, ὡς καὶ νῦν, Λυκόφρ. 652, Λουκ. Τίμ. 7, Βίων Πρᾶσ. 7, Ἡσύχ.
Middle Liddell
σκᾰπᾰνεύς, έως, ὁ, = σκαφεύς, Luc.]