συνομήθης

Revision as of 22:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ες, = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.

Russian (Dvoretsky)

συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).

Greek Monolingual

-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].

Greek Monotonic

συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.

Middle Liddell

συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]