βαλανηφόρος

Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ον, bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.

Spanish (DGE)

-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.

German (Pape)

[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανηφόρος -ον βάλανος, φέρω dadels dragend.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνηφόρος: приносящий финики (φοίνικες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.

Greek Monolingual

βαλανηφόρος, -ον (Α)
εκείνος που παράγει βαλανίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

βᾰλᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φέρω
bearing dates, Hdt.