σφαιριστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
Russian (Dvoretsky)
σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.