v. κράζω.
κέκραχθι imperat. perf. act. 2 sing. van κράζω.
κέκραχθι: 2 л. sing. imper. pf. к κράζω.
κέκραχθι: ἴδε ἐν λέξ. κράζω.
κέκραχθι: προστ. του κέκραγα, παρακ. του κράζω.