γευστός

Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.

German (Pape)

[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γευστός -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.

Russian (Dvoretsky)

γευστός: имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ ἄγευστος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].