κατακήομεν

Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

v. κατακαίω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακήομεν ep. aor. pass. conj. 1 plur. van κατακάω.

Russian (Dvoretsky)

κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακήομεν: ἴδε κατακάω.

Greek Monotonic

κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.