προβιβάς

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ν. προβαίνω.

French (Bailly abrégé)

v. *προβίβημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβιβάς ep. ptc. praes. act. van προβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προβῐβάς: эп. part. praes. к * προβίβημι.

Greek (Liddell-Scott)

προβῐβάς: ἴδε ἐν λέξ. προβαίνω.

English (Autenrieth)

see προβαίνω.

Greek Monotonic

προβῐβάς: μτχ. (όπως αν προερχόταν από -βίβημι) του προβαίνω.