αἴκεν, poet. and Dor. for ἐάν.
αἴκε: дор. = αἴκα (см. εἰ).
αἴκε: αἴκεν, Ποιητ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐὰν.
αἴκε: αἴκεν, ποιητ. και Δωρ. αντί ἐάν.