αὐθαδόστομος

Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, presumptuous of speech, Ar.Ra.837.

Spanish (DGE)

(αὐθᾱδόστομος) -ον de lengua arrogante, ἄνθρωπος Ar.Ra.837.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.
Étymologie: αὐθάδης, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

αὐθᾱδόστομος: высокомерно выражающийся, надменно говорящий Arph.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθᾱδόστομος: -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐθαδόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με αυθάδεια.

Greek Monotonic

αὐθᾱδόστομος: -ον (στόμα), ισχυρογνώμων στα λόγια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στόμα
self-willed in speech, Ar.