δεσποτέω
English (LSJ)
= δεσπόζω, c. gen., Pl.Ti.44d:—Pass., to be despotically ruled, πρὸς ἄλλης χερός A.Ch.104; σῇ χερί E.Heracl.884; δεσποτούμενος βίος, opp. ἀνάρχετος, A.Eu.527 (lyr.), cf. 696.
Spanish (DGE)
ser dueño de, dominar c. gen. ὃ θειότατόν τέ ἐστιν καὶ τῶν ἐν ἡμῖν πάντων δεσποτοῦν Pl.Ti.44d
•en v. pas. ser gobernado despóticamente, ser sometido τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει καὶ τὸν πρὸς ἄλλης δεσποτούμενον χερός A.Ch.104, σῇ δεσποτούμενος χερί sometido a tu mano E.Heracl.884, μήτ' ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς ni una vida sin gobierno ni sometida a tiranía alabes A.Eu.527, cf. 696.
German (Pape)
[Seite 551] dasselbe, τινός Plat. Tim. 44 d; pass., δεσποτούμενος πρὸς ἄλλης χερός Aesch. Ch. 104; χερί Eur. Heracl. 884.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés. neutre -οῦν;
être maître de ; Pass. être gouverné souverainement ; abs. βίος δ. ESCHL vie soumise à une règle.
Étymologie: δεσπότης.
Russian (Dvoretsky)
δεσποτέω: Aesch., Eur., Plat. = δεσπόζω.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποτέω: δεσπόζω, μετὰ γεν., Πλάτ. Τιμ. 44Ε. – Παθ., δεσποτικῶς κυβερνῶμαι, πρὸς ἄλλης χερὸς Αἰσχύλ. Χο. 104· σῇ χερ ὶ Εὐρ. Ἡρακλ. 884· δεσποτούμενος βίος, ἀντίθ. τῷ ἀνάρχετος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. 696.
Greek Monotonic
δεσποτέω: μέλ. -ήσω, = δεσπόζω, με γεν., σε Πλάτ.· — Παθ., κυβερνούμαι δεσποτικά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
= δεσπόζω
c. gen., Plat.:—Pass. to be despotically ruled, Aesch., Eur.