διέπραθον

Revision as of 12:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

διεπρᾰθ-όμην, v. διαπέρθω.

Spanish (DGE)

v. διαπέρθω.

French (Bailly abrégé)

v. διαπέρθω.

Russian (Dvoretsky)

διέπρᾰθον: Hom. aor. 2 к διαπέρθω.

Greek (Liddell-Scott)

διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.

English (Autenrieth)

see διαπέρθω.

Greek Monotonic

διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.