διαμίγνυμι

Revision as of 12:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω, to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.

German (Pape)

[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διαμίγνῡμι: и διαμιγνύω примешивать, добавлять (τι ἔν τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.

Greek Monolingual

διαμίγνυμι (Α)
ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι].