διέσσυτο
English (LSJ)
v. sub διασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
v. διασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
διέσσῠτο: Hom. 3 л. sing. aor. к διασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.
English (Autenrieth)
see διασεύομαι.
Greek Monotonic
διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.