διέσσυτο

Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. sub διασεύομαι.

French (Bailly abrégé)

v. διασεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

διέσσῠτο: Hom. 3 л. sing. aor. к διασεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.

English (Autenrieth)

see διασεύομαι.

Greek Monotonic

διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.