δουλία

Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. δουλεία.

Spanish (DGE)

v. δουλεία.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, = δουλεία, Pind. P. 1, 75.

Russian (Dvoretsky)

δουλία: ἡ Pind. = δουλεία.

Greek (Liddell-Scott)

δουλία: ἡ, =δουλεία, ὃ ἴδε.

English (Slater)

δουλία slavery Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75)

Greek Monolingual

η
βλ. δουλειά.