aor. opt. Med. of Εἴδω, Il.2.215.
εἴσαιτο: эп. 3 л. sing. opt. med. к *εἴδω.
εἴσαιτο: εὐκτ. μέσ. ἀόρ. τοῦ *εἴδω, Ἰλ. Β. 215.
εἴσαιτο: ευκτ. Μέσ. αόρ. αʹ του *εἴδω.