εὐδαίδαλος

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, beautifully wrought, νᾶα B. 16.88; ναόν Id.Fr.11.3.

German (Pape)

[Seite 1060] schön, kunstvoll gearbeitet, ναός, Bacchyl. bei D. Hal. D. V. p. 400.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: εὖ, δαίδαλος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαίδαλος: красиво выделанный, изящный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαίδᾰλος: -ον, καλῶς, κομψῶς εἰργασμένος, εὐδαίδαλον νᾶα Βακχυλ. XVII. 89, ἔκδ. Kenyon, Ἀνθ. Π. 1. 16.

Greek Monolingual

εὐδαίδαλος, -ον (Α)
ο περίτεχνα κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίδαλος «τεχνικά κατασκευασμένος»].

Greek Monotonic

εὐδαίδᾰλος: -ον, καλοδουλεμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-δαίδᾰλος, ον
beautifully wrought, Anth.