ἡ, Ion. for εὐάφεια, AP5.34 (Rufin.), 293.16 (Agath.).
εὐᾰφίη: ἡ мягкость, нежность (χείλεος Anth.).
εὐᾰφίη: ἡ, Ἰων., ἀντὶ εὐάφεια, Ἀνθ. Π. 5. 35., 294.
εὐαφίη, ἡ (Α) ευαφήςιων. τ., βλ. ευάφεια.