εὐχρήστημα

Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, advantage received, Stoic.3.23.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.

Greek Monolingual

εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.