Attic for θράσσω.
att. p. θράσσω.
θράττω: атт. = θράσσω.
θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.
θράττω (Α)(αττ. τ.) βλ. θράσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].
θράττω: Αττ. αντί θράσσω.