interview
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. λόγοι, οἱ, σύνοδος, ἡ. Have interview with: see interview, v. v. trans. P. and V. συμμιγνύναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.) (cf. Ar., Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).