κύνικλος

Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, = Lat. cuniculus, rabbit, Plb.12.3.10 (κούνικλος ap. Ath.9.400f), prob. in Gal.6.666; in Ael.NA13.15 κόνικλος.

German (Pape)

[Seite 1532] ὁ, cuniculus, das Kaninchen, Pol. 12, 3, 10, auch κόνικλος u. κούνικλος geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

κύνικλος: ὁ (лат. cuniculus) кролик Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

κύνικλος: ὁ, «κουνέλι», Λατ. cuniculus, Πολύβ. 12. 3, 10, ἔνθα ὁ Ἀθήν. 400F ἔχει: κούνικλος· παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 13. 15, κόνικλος· παρὰ Γαλην. 6. 374, κουνίκουλος.

Greek Monolingual

κύνικλος, ὁ (Α)
βλ. κόνικλος.