κωτιλάς
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet.fem. of κωτίλος, twitterer, Boeot. name for the swallow, Stratt.47.6.
German (Pape)
[Seite 1547] άδος, ἡ, fem. zu κωτίλος, so hießen die Schwalben in Theben, Strattis bei Ath. XIV, 622 a.
Russian (Dvoretsky)
κωτῐλάς: άδος ἡ щебетунья, т. е. ласточка Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
κωτῐλάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κωτίλος, Βοιωτ. ὄνομα τῆς χελιδόνος, Ἀνακρ. 99, Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 3.
Greek Monolingual
κωτιλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. φλύαρη
2. (στους Βοιωτούς) το χελιδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. θηλ. του κωτίλος].