συνεκπεπαίνω

Revision as of 14:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

help to ripen, Plu.2.700f.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich reif machen, pass. mit reif werden, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπεπαίνω: доводить до созревания (τὸν καρπόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπεπαίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι εντελώς ώριμο συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει τελείως»].