adj.
P. κούφως ἐσκευασμένος, P. and V. ψιλός, γυμνής (Xen.). Light-armed troops: P. and V. ψιλοί, οἱ, γυμνῆτες, οἱ (Xen.), πελτασταί, οἱ (Eur., Rhes.), P. οἱ ἐλαφροί (Xen.).