ξιφίδιον

Revision as of 14:57, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, Dim. of ξίφος, A dagger, Ar.Lys.53, Th.3.22,POxy. 936.9 (iii A.D.), etc. 2 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21.

German (Pape)

[Seite 280] τό, dim. von ξίφος; Ar. Lys. 53; Thuc. 8, 69; Xen. Hell. 2, 3, 16 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite épée.
Étymologie: ξίφος.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφίδιον: (φῐ) τό короткий меч, тж. тесак, кинжал Thuc., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξίφος, ἐγχειρίδιον, Ἀριστοφ. Λυσ. 53, Θουκ. 3. 22, κτλ.

Greek Monotonic

ξῐφίδιον: τό, υποκορ. του ξίφος, στιλέτο, εγχειρίδιο, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ξῐφίδιον, ου, τό, [Dim. of ξίφος
a dagger, Thuc., etc.

English (Woodhouse)

dagger, small sword