ξυλίζομαι

Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Med., gather wood, X.An.2.4.11; ἐκ τοῦ παραδείσου Plu.Art.25; ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Alciphr.I.I.

German (Pape)

[Seite 281] Holz lesen, holen, Xen. An. 2, 4, 11 u. Sp., wie Plut. Artax. 25.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ἐξυλισάμην;
ramasser du bois.
Étymologie: ξύλον.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλίζομαι: ходить за дровами, доставлять дрова Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλίζομαι: μέσ., συλλέγω ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.

Greek Monotonic

ξῠλίζομαι: (ξύλον), Μέσ., μαζεύω ξύλα, Λατ. lignari, σε Ξεν.

Middle Liddell

ξῠλίζομαι, ξύλον
Mid. to gather wood, Xen.