πελεκισμός

Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, death by the axe, D.S.32.26 (pl.).

Russian (Dvoretsky)

πελεκισμός:обезглавливание Diod.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκισμός: ὁ, θάνατος διὰ πελέκεως, Διοδ. Ἀποσπ. Maii σ. 95.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ πελεκίζω
αποκεφαλισμός με πέλεκυ.