πεδαίχμιος

Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, Aeol. or Dor. for μετ-, A.Ch.589 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 540] u. ä., äol. u. dor. = μεταίρω, μεταίχμιος, s. Eur. Phoen. 1027 und Aesch. Ch. 582.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
éol. c. μεταίχμιος.

Russian (Dvoretsky)

πεδαίχμιος: эол. = μεταίχμιος.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαίχμιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίχμιος, Αἰσχύλ. Χο. 589.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος.

Greek Monotonic

πεδαίχμιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίχμιος.